- περιέδω
- Απεριεσθίω, τρώω γύρω γύρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἔδω «εσθίω, καταναλώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιέδω — περϊέδω , περιδίδομαι aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)